μεταστέκομαι

μεταστέκομαι
μεταστέκομαι (Μ)
1. ξαναστέκομαι
2. (κατ' επέκτ.) αγκυροβολώ πάλι
3. (ως. απρόσ.) μεταστέκεται
τυχαίνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”